αφίλιωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφίλιωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀφιλίωτος
Επίθετο επεξεργασία
αφίλιωτος
- (λαϊκότροπο) που δεν έχει φιλιώσει με κάποιον
- (λαϊκότροπο) (κατ’ επέκταση) αδιάλλακτος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φίλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφίλιωτος