↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακεκαυμένος η διακεκαυμένη το διακεκαυμένο
      γενική του διακεκαυμένου της διακεκαυμένης του διακεκαυμένου
    αιτιατική τον διακεκαυμένο τη διακεκαυμένη το διακεκαυμένο
     κλητική διακεκαυμένε διακεκαυμένη διακεκαυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακεκαυμένοι οι διακεκαυμένες τα διακεκαυμένα
      γενική των διακεκαυμένων των διακεκαυμένων των διακεκαυμένων
    αιτιατική τους διακεκαυμένους τις διακεκαυμένες τα διακεκαυμένα
     κλητική διακεκαυμένοι διακεκαυμένες διακεκαυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακεκαυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διακαίω

διακεκαυμένος, -η, -ο

  • το μέρος όπου επικρατεί υπερβολική, διάπυρη ζέστη

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • διακεκαυμένη ζώνη: περιοχή από τον ισημερινό έως τους αντίστοιχους τροπικούς του Αιγόκερου και του Καρκίνου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία