διακεκαυμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακεκαυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διακαίω
Μετοχή
επεξεργασίαδιακεκαυμένος, -η, -ο
- το μέρος όπου επικρατεί υπερβολική, διάπυρη ζέστη
Εκφράσεις
επεξεργασία- διακεκαυμένη ζώνη: περιοχή από τον ισημερινό έως τους αντίστοιχους τροπικούς του Αιγόκερου και του Καρκίνου
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακεκαυμένος
|