• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

διακεκαυμένη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακεκαυμένη οι διακεκαυμένες
      γενική της διακεκαυμένης των διακεκαυμένων
    αιτιατική τη διακεκαυμένη τις διακεκαυμένες
     κλητική διακεκαυμένη διακεκαυμένες
Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διακεκαυμένη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διακεκαυμένη (ζώνη), θηλυκό του διακεκαυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διακαίω (αρχαία ελληνικά)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

διακεκαυμένη θηλυκό

  • (γεωγραφία) η τροπική ζώνη

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    διακεκαυμένη
  • → δείτε τη λέξη τροπική ζώνη
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διακεκαυμένη&oldid=5227803"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Σεπτεμβρίου 2021, στις 21:09

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Σεπτεμβρίου 2021, στις 21:09.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie