τροπική ζώνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατροπική ζώνη θηλυκό
- (γεωγραφία) το τμήμα της γης που εκτείνεται από τον ισημερινό ως τους τροπικούς κύκλους
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τροπική ζώνη
|