↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χοντραλεσμένος η χοντραλεσμένη το χοντραλεσμένο
      γενική του χοντραλεσμένου της χοντραλεσμένης του χοντραλεσμένου
    αιτιατική τον χοντραλεσμένο τη χοντραλεσμένη το χοντραλεσμένο
     κλητική χοντραλεσμένε χοντραλεσμένη χοντραλεσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοντραλεσμένοι οι χοντραλεσμένες τα χοντραλεσμένα
      γενική των χοντραλεσμένων των χοντραλεσμένων των χοντραλεσμένων
    αιτιατική τους χοντραλεσμένους τις χοντραλεσμένες τα χοντραλεσμένα
     κλητική χοντραλεσμένοι χοντραλεσμένες χοντραλεσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χοντραλεσμένος < χοντρός + αλεσμένος

χοντραλεσμένος και χοντροαλεσμένος

  1. αλεσμένος σε χοντρούς κόκκους
    αλεύρι χοντραλεσμένο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία