τσιμενταρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιμενταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τσιμεντάρω
Προφορά
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίατσιμενταρισμένος
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) που τον έχουν τσιμεντάρει
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τσιμενταρισμένος
|