• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τσιμεντάρω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιμεντάρω < τσιμέντ(ο) + -άρω

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡si.menˈda.ɾo/

Ρήμα

επεξεργασία

τσιμεντάρω (παθητική φωνή: τσιμεντάρομαι)

  1. (κυριολεκτικά) στρώνω μια επιφάνεια με τσιμέντο ή καλύπτω μια τρύπα ή ένα άνοιγμα
  2. (μεταφορικά) (αργκό) (μαφιόζικη ενέργεια) εγκλωβίζω τα πόδια κάποιου (πτώματος) σε τσιμέντο και τον ποντίζω στη θάλασσα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη τσιμέντο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    τσιμεντάρω
  • αγγλικά : cement (en)

,

  • πολωνικά : cementować (pl)(1), betonować (pl)(1)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τσιμεντάρω&oldid=6959500"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Νοεμβρίου 2024, στις 05:36

Γλώσσες

    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Νοεμβρίου 2024, στις 05:36. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας