τσιμεντάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιμεντάρω < τσιμέντ(ο) + -άρω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡si.menˈda.ɾo/
Ρήμα
επεξεργασίατσιμεντάρω (παθητική φωνή: τσιμεντάρομαι)
- (κυριολεκτικά) στρώνω μια επιφάνεια με τσιμέντο ή καλύπτω μια τρύπα ή ένα άνοιγμα
- (μεταφορικά) (αργκό) (μαφιόζικη ενέργεια) εγκλωβίζω τα πόδια κάποιου (πτώματος) σε τσιμέντο και τον ποντίζω στη θάλασσα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τσιμέντο