Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαφιόζικος η μαφιόζικη το μαφιόζικο
      γενική του μαφιόζικου της μαφιόζικης του μαφιόζικου
    αιτιατική τον μαφιόζικο τη μαφιόζικη το μαφιόζικο
     κλητική μαφιόζικε μαφιόζικη μαφιόζικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαφιόζικοι οι μαφιόζικες τα μαφιόζικα
      γενική των μαφιόζικων των μαφιόζικων των μαφιόζικων
    αιτιατική τους μαφιόζικους τις μαφιόζικες τα μαφιόζικα
     κλητική μαφιόζικοι μαφιόζικες μαφιόζικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαφιόζικος < μαφιόζος

  Επίθετο επεξεργασία

μαφιόζικος, -η, -ο

  1. σχετικός με τη μαφία ή τον μαφιόζο
  2. που έχει χαρακτηριστικά παρόμοια με της μαφίας (πχ ως προς την οργάνωση ή τις μεθόδους)

  Μεταφράσεις επεξεργασία