μαφιόζικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαφιόζικος < μαφιόζος
Επίθετο
επεξεργασίαμαφιόζικος, -η, -ο
- σχετικός με τη μαφία ή τον μαφιόζο
- που έχει χαρακτηριστικά παρόμοια με της μαφίας (πχ ως προς την οργάνωση ή τις μεθόδους)
μαφιόζικος, -η, -ο