Ουσιαστικό

επεξεργασία

cement (en) (μη μετρήσιμο)

  • το τσιμέντο
    ⮡  a bag of cement - σάκος με τσιμέντο
    ⮡  a cement floor - δάπεδο από τσιμέντο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας cement
γ΄ ενικό ενεστώτα cements
αόριστος cemented
παθητική μετοχή cemented
ενεργητική μετοχή cementing

cement (en) (μεταβατικό)

  1. τσιμεντάρω, καλύπτω με τσιμέντο
    ⮡  They cemented the square.
    Τσιμεντάρισαν την πλατεία.
  2. τσιμεντάρω, ενισχύω μια σχέση, μια συμφωνία κτλ.
    ⮡  We’ll cement the deal.
    Θα τσιμεντάρομε τη συμφωνία.



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈt͡s̑ɛ̃mɛ̃nt/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cement (pl) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία