cement
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
cement (en)
- η κόλλα
Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
cement (en)
Πολωνικά (pl)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈt͡s̑ɛ̃mɛ̃nt/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
cement (pl) αρσενικό
cement (en)
cement (en)
cement (pl) αρσενικό