cement
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- το τσιμέντο
- ⮡ a bag of cement - σάκος με τσιμέντο
- ⮡ a cement floor - δάπεδο από τσιμέντο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | cement |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cements |
αόριστος | cemented |
παθητική μετοχή | cemented |
ενεργητική μετοχή | cementing |
cement (en) (μεταβατικό)
- τσιμεντάρω, καλύπτω με τσιμέντο
- ⮡ They cemented the square.
- Τσιμεντάρισαν την πλατεία.
- ⮡ They cemented the square.
- τσιμεντάρω, ενισχύω μια σχέση, μια συμφωνία κτλ.
- ⮡ We’ll cement the deal.
- Θα τσιμεντάρομε τη συμφωνία.
- ⮡ We’ll cement the deal.
Πηγές
επεξεργασία
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈt͡s̑ɛ̃mɛ̃nt/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcement (pl) αρσενικό