Κατηγορία:Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
Γλώσσα: Αρχαία ελληνικά - Ελληνιστική κοινή » Γραμματικές κατηγορίες » Ουσιαστικά » κατά τη κλίση » 3ης κλίσης » θηλυκά « Ουσιαστικά θηλυκά |
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 3 υποκατηγορίες, από 3 συνολικά.
Σελίδες στην κατηγορία "Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 450 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- ἀγαθότης
- ἀγαλλίασις
- ἀγελάς
- ἀγνότης
- ἄγρευσις
- ἀδελφοποίησις
- ἀδελφότης
- ἁδρότης
- ἄθλησις
- αἰγιαλῖτις
- αἱμόστασις
- Ἀκραιφιάς
- ἀλεκτρυονίς
- Ἁλιαρτίς
- Ἁλικαρνασσίς
- Ἀλφιτώ
- Ἀμαρυνθίς
- ἀμφίεσις
- ἀναβίωσις
- ἀνάνευσις
- Ἀνθηδονιάς
- ἀντίληξις
- ἀντιποίησις
- Ἀντίπολις
- ἀντίφρασις
- ἀπόκρουσις
- ἀπόκτησις
- ἀπόνιψις
- ἀπόπτωσις
- ἀπόρραξις
- ἀπόσμηξις
- ἀπόχρωσις
- ἀποψίλωσις
- ἀραβίς
- Ἀραφηνίς
- Ἀρμενίς
- Αὐσονίς
Δ
- δεξίωσις
- δῄωσις
- διαβεβαίωσις
- διάβρωσις
- διαδοκίς
- διάθρυψις
- διακήρυξις
- διακίνησις
- διακόρευσις
- διακρίβωσις
- διακριτικότης
- διακυβέρνησις
- διαλάλησις
- διαμέρισις
- διαμύδησις
- διάνοιξις
- διανυκτέρευσις
- διαπεραίωσις
- διάπλασις
- διαπόρθμευσις
- διάρρηξις
- διασάλευσις
- διασάφησις
- διάσεισις
- διασκέδασις
- διασκόρπισις
- διάστιξις
- διάσωσις
- διατίμησις
- διατράνωσις
- διαφύλαξις
- διαφώτισις
- διαχάραξις
- Διδώ
- διέγερσις
- διείσδυσις
- διέλευσις
- διένεξις
- διερεύνησις
- διευθέτησις
- διήθησις
- διόγκωσις
- διομολόγησις
- διόπτευσις
- διοργάνωσις
- διόρυξις
- διύλισις
- διφθερῖτις
- διῶρυξ
- δόμησις
- δράξ
- δρᾶσις
- δράστις
Ε
Κ
- καθαριότης
- κακοποίησις
- κάλυψις
- καρκίνωσις
- καταβίβασις
- κατάδοσις
- κατάδυσις
- κατάθλιψις
- καταιόνησις
- κατακράτησις
- κατάκρισις
- καταλληλότης
- καταμέρισις
- καταμέτρησις
- καταμήνυσις
- καταμόσχευσις
- κατανάλωσις
- κατάνευσις
- κατάνυξις
- καταξίωσις
- καταπάτησις
- καταπίεσις
- καταπόνησις
- καταπόντισις
- κατάργησις
- καταρίθμησις
- κατάρριψις
- κατάρτισις
- κατάσβεσις
- κατάστιξις
- κατάστρωσις
- κατάταξις
- κατευόδωσις
- κατολίσθησις
- κατόπτευσις
- κάτοψις
- Καυκασίς
- κέλευσις
- κενταυρίς
- κεραύνωσις
- κηρίς
- κίδαρις
- κιρρίς
- κλάδευσις
- κλείδωσις
- κληρωτίς
- κόμμωσις
- κονίς
- κόπωσις
- κράτησις
- κρεόπωλις
- κρήμνισις
- κυάνωσις
- κυβίστησις
- κυλίνδησις
- κυρίευσις
- κυριότης
- κύρτωσις
- κωμόπολις