ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταλληλότης αἱ καταλληλότητες
      γενική τῆς καταλληλότητος τῶν καταλληλοτήτων
      δοτική τῇ καταλληλότητ ταῖς καταλληλότησ(ν)
    αιτιατική τὴν καταλληλότητ τὰς καταλληλότητᾰς
     κλητική ! καταλληλότης καταλληλότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταλληλότητε
γεν-δοτ τοῖν  καταλληλοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταλληλότης (ελληνιστική κοινή) < κατάλληλο(ς) (ταιριαστός, αρχαία σημασία: αντίστοιχος) + -της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταλληλότης, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κατάλληλος και ἀλλήλους

Σημειώσεις

επεξεργασία