ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταπάτησῐς αἱ καταπατήσεις
      γενική τῆς καταπατήσεως τῶν καταπατήσεων
      δοτική τῇ καταπατήσει ταῖς καταπατήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν καταπάτησῐν τὰς καταπατήσεις
     κλητική ! καταπάτησῐ καταπατήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταπατήσει
γεν-δοτ τοῖν  καταπατησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
καταπάτησις < αρχαία ελληνική καταπατέω / καταπατιῶ, καταπατη- + -σις < κατα- + πατέω / πατιῶ
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: καταπάτηση με διαφορετική σημασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταπάτησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία