Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατάστρωσῐς αἱ καταστρώσεις
      γενική τῆς καταστρώσεως τῶν καταστρώσεων
      δοτική τῇ καταστρώσει ταῖς καταστρώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατάστρωσῐν τὰς καταστρώσεις
     κλητική ! κατάστρωσῐ καταστρώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταστρώσει
γεν-δοτ τοῖν  καταστρωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάστρωσις < καταστρώννυμι / καταστρωννύω, κατα-στρω + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κατάστρωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατάστρωσις, -εως θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία