πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
διωρῠχ- (ελληνιστική: διωρυγ-)
ονομαστική διῶρυξ αἱ διώρυχες
      γενική τῆς διώρυχος τῶν διωρύχων
      δοτική τῇ διώρυχ ταῖς διώρυξ(ν)
    αιτιατική τὴν διώρυχ τὰς διώρυχᾰς
     κλητική ! διῶρυξ διώρυχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διώρυχε
γεν-δοτ τοῖν  διωρύχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διῶρυξ < διορύσσω διoρύττω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

επεξεργασία