↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
διωρῠχ- (ελληνιστική: διωρυγ-)
ονομαστική διῶρυξ αἱ διώρυχες
      γενική τῆς διώρυχος τῶν διωρύχων
      δοτική τῇ διώρυχ ταῖς διώρυξ(ν)
    αιτιατική τὴν διώρυχ τὰς διώρυχᾰς
     κλητική ! διῶρυξ διώρυχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διώρυχε
γεν-δοτ τοῖν  διωρύχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διῶρυξ < διορύσσω διoρύττω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διῶρυξ θηλυκό γενική: διώρυχ-ος, ελληνστική: διώρυγ-ος

  1. το κανάλι
  2. (μεταφορικά) κάποιο πέρασμα (όπως, υπόγειο, στοά)
  3. λάκκος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
διωρῠγ- (αρχαία κλίση: διωρῠχ-)
ονομαστική διῶρυξ αἱ διώρυγες
      γενική τῆς διώρυγος τῶν διωρύγων
      δοτική τῇ διώρυγ ταῖς διώρυξ(ν)
    αιτιατική τὴν διώρυγ τὰς διώρυγᾰς
     κλητική ! διῶρυξ διώρυγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διώρυγε
γεν-δοτ τοῖν  διωρύγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Συγγενικά

επεξεργασία