διορύττω
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαδιορύττω | |
---|---|
Ενεστώτας | διορύττω |
Παρατατικός | διώρυττον |
Μέλλοντας | διορύξω |
Αόριστος | διώρυξα |
Παρακείμενος | διορώρυχα |
Υπερσυντέλικος | διωρωρύχειν |
Απαρέμφατο Ενεστώτα |
διορύττειν |
Μετοχή Ενεστώτα |
διορύττων, διορύσσουσα, διορύττον |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διορύττω < στην Αττική, αλλού όμως διορύσσω < (διά) δι- + ὀρύσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃rewk- (σκάβω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιορύττω θηλυκό
- το άνοιγμα τάφρου, καναλιού, αυλακιού, διώρυγας, το σκάψιμο ανάμεσα σε άλλα, δια μέσου άλλων
- καταστρέφω
- υποσκάπτω
- χώνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διορύττω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διορύττω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.