Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ διόρυγμᾰ τὰ διορύγμᾰτ
      γενική τοῦ διορύγμᾰτος τῶν διορυγμᾰ́των
      δοτική τῷ διορύγμᾰτ τοῖς διορύγμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ διόρυγμᾰ τὰ διορύγμᾰτ
     κλητική ! διόρυγμᾰ διορύγμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διορύγμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  διορυγμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διόρυγμα < διορύσσω (αττικός τύπος : διoρύττω). Μορφολογικά, αναλύεται σε δι- + ὄρυγμα (< ὀρύσσω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διόρυγμα ουδέτερο

  1. (γεωγραφία) το τεχνητό κανάλι, το αυλάκι, η διώρυγα, κάτι σκαμμένο ανάμεσα σε άλλα, δια μέσου άλλων
    και στην καθαρεύουσα [1]
  2. (ελληνιστική σημασία) σκαμμένο λαγούμι για ριφιφί

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διορύσσω, διά και ὀρύσσω

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

  Πηγές επεξεργασία