διόρυγμα
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | διόρυγμᾰ | τὰ | διορύγμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | διορύγμᾰτος | τῶν | διορυγμᾰ́των |
δοτική | τῷ | διορύγμᾰτῐ | τοῖς | διορύγμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | διόρυγμᾰ | τὰ | διορύγμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | διόρυγμᾰ | διορύγμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διορύγμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διορυγμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
διόρυγμα ουδέτερο
- (γεωγραφία) το τεχνητό κανάλι, το αυλάκι, η διώρυγα, κάτι σκαμμένο ανάμεσα σε άλλα, δια μέσου άλλων
- και στην καθαρεύουσα [1]
- (ελληνιστική σημασία) σκαμμένο λαγούμι για ριφιφί
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις διορύσσω, διά και ὀρύσσω
Επεξεργασία
- ↑ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.
Πηγές Επεξεργασία
- διόρυγμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διόρυγμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.