διορυχή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιορυχή θηλυκό
- η ενέργεια του διορύττω, το άνοιγμα καναλιού, αυλακιού, διώρυγας, το σκάψιμο ανάμεσα σε άλλα, δια μέσου άλλων
- το να υποσκάπτει κάποιος (π.χ. τα θεμέλια των νόμων, της δημοκρατίας)