Ετυμολογία

επεξεργασία
διορυχή < από το διόρυγμα ή απ' ευθείας από το διορύσσω και στην Αττική διoρύττω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διορυχή θηλυκό

  1. η ενέργεια του διορύττω, το άνοιγμα καναλιού, αυλακιού, διώρυγας, το σκάψιμο ανάμεσα σε άλλα, δια μέσου άλλων
  2. το να υποσκάπτει κάποιος (π.χ. τα θεμέλια των νόμων, της δημοκρατίας)

Συγγενικά

επεξεργασία