ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀνθηδονιάς αἱ Ἀνθηδονιάδες
      γενική τῆς Ἀνθηδονιάδος τῶν Ἀνθηδονιάδων
      δοτική τῇ Ἀνθηδονιάδ ταῖς Ἀνθηδονιάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Ἀνθηδονιάδ τὰς Ἀνθηδονιάδᾰς
     κλητική ! Ἀνθηδονιάς Ἀνθηδονιάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀνθηδονιάδε
γεν-δοτ τοῖν  Ἀνθηδονιάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀνθηδονιάς < Ἀνθηδόνι(ος) + -άς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ἀνθηδονιάς θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία