Ἀνθηδονιάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἀνθηδονιάς | αἱ | Ἀνθηδονιάδες | ||||
γενική | τῆς | Ἀνθηδονιάδος | τῶν | Ἀνθηδονιάδων | ||||
δοτική | τῇ | Ἀνθηδονιάδῐ | ταῖς | Ἀνθηδονιάσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | Ἀνθηδονιάδᾰ | τὰς | Ἀνθηδονιάδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | Ἀνθηδονιάς | Ἀνθηδονιάδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀνθηδονιάδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀνθηδονιάδοιν | ||||||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀνθηδονιάς < Ἀνθηδόνι(ος) + -άς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἈνθηδονιάς θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) ονομασία της αμπέλου της Ἀνθηδονίας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Ἀνθηδών
Πηγές
επεξεργασία- Ἀνθηδονιάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.