ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κάτοψῐς αἱ κατόψεις
      γενική τῆς κατόψεως τῶν κατόψεων
      δοτική τῇ κατόψει ταῖς κατόψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κάτοψῐν τὰς κατόψεις
     κλητική ! κάτοψῐ κατόψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κατόψει
γεν-δοτ τοῖν  κατοψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάτοψις (ελληνιστική κοινή) < κάτ- + αρχαία ελληνική ὄψις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κάτοψη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάτοψις, -εως θηλυκό