ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀραβίς αἱ ἀραβίδες
      γενική τῆς ἀραβίδος τῶν ἀραβίδων
      δοτική τῇ ἀραβίδ ταῖς ἀραβίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀραβίδ τὰς ἀραβίδᾰς
     κλητική ! ἀραβίς* ἀραβίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀραβίδε
γεν-δοτ τοῖν  ἀραβίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀραβίς (ελληνιστική κοινή) < λείπει η ετυμολογία
  • για την καθαρεύουσα, διαφορετική σημασία → δείτε τη λέξη αραβίδα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀραβίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. (φυτό) συνώνυμο του δράβη
  2. αέρας με σκόνη
    <Ἀραβίδεςαἱ μετὰ κονιορτοῦ πνοαί Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α

Δείτε επίσης

επεξεργασία