ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
γλᾰφῠροτητ-
ονομαστική γλαφυρότης αἱ γλαφυρότητες
      γενική τῆς γλαφυρότητος τῶν γλαφυροτήτων
      δοτική τῇ γλαφυρότητ ταῖς γλαφυρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν γλαφυρότητ τὰς γλαφυρότητᾰς
     κλητική ! γλαφυρότης γλαφυρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γλαφυρότητε
γεν-δοτ τοῖν  γλαφυροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γλαφυρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική γλαφυρ(ός) + -ότης [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γλαφυρότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «γλαφυρός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.