κατάνυξις
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατάνυξις < ελληνιστική κοινή κατάνυξις. Μορφολογικά αναλύεται σε κατά- + νύξις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάνυξις θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κατάνυξις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κατάνυξῐς | αἱ | κατανύξεις | ||||
γενική | τῆς | κατανύξεως | τῶν | κατανύξεων | ||||
δοτική | τῇ | κατανύξει | ταῖς | κατανύξεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κατάνυξῐν | τὰς | κατανύξεις | ||||
κλητική ὦ! | κατάνυξῐ | κατανύξεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κατανύξει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κατανυξέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατάνυξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κατανύσσω (τρυπάω, κεντάω), κατανυγ- + -σις > -ξις → δείτε τη λέξη νύξις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάνυξις, -εως θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κατανυκτικός
- κατανύσσω / κατανύττω
- → δείτε και τις λέξεις νύξις και νύσσω
Πηγές
επεξεργασία- κατάνυξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατάνυξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.