Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάνυξις < ελληνιστική κοινή κατάνυξις. Μορφολογικά αναλύεται σε κατά- + νύξις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάνυξις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατάνυξῐς αἱ κατανύξεις
      γενική τῆς κατανύξεως τῶν κατανύξεων
      δοτική τῇ κατανύξει ταῖς κατανύξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατάνυξῐν τὰς κατανύξεις
     κλητική ! κατάνυξῐ κατανύξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κατανύξει
γεν-δοτ τοῖν  κατανυξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάνυξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κατανύσσω (τρυπάω, κεντάω), κατανυγ- + -σις > -ξις → δείτε τη λέξη νύξις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάνυξις, -εως θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία