νύξις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νύξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική νύσσω / νύττω, θέμα νυγ-(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) + -σις > -ξις
Ουσιαστικό επεξεργασία
νύξις θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη νύσσω
Πηγές επεξεργασία
- νύξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.