ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυλίνδησῐς αἱ κυλινδήσεις
      γενική τῆς κυλινδήσεως τῶν κυλινδήσεων
      δοτική τῇ κυλινδήσει ταῖς κυλινδήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κυλίνδησῐν τὰς κυλινδήσεις
     κλητική ! κυλίνδησῐ κυλινδήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυλινδήσει
γεν-δοτ τοῖν  κυλινδησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυλίνδησις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυλίνδησις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κυλίνδω