κυλίνδησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κυλίνδησῐς | αἱ | κυλινδήσεις | ||||
γενική | τῆς | κυλινδήσεως | τῶν | κυλινδήσεων | ||||
δοτική | τῇ | κυλινδήσει | ταῖς | κυλινδήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κυλίνδησῐν | τὰς | κυλινδήσεις | ||||
κλητική ὦ! | κυλίνδησῐ | κυλινδήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυλινδήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κυλινδησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυλίνδησις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυλίνδησις θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κυλίνδω
Πηγές
επεξεργασία- κυλίνδησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυλίνδησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.