ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Αὐσονίς αἱ Αὐσονίδες
      γενική τῆς Αὐσονίδος τῶν Αὐσονίδων
      δοτική τῇ Αὐσονίδ ταῖς Αὐσονίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Αὐσονίδ τὰς Αὐσονίδᾰς
     κλητική ! Αὐσονίς* Αὐσονίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Αὐσονίδε
γεν-δοτ τοῖν  Αὐσονίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Αὐσονίς < θέμα Αὐσον- (όπως Αὐσονία, Αὔσονες) + -ίς

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αὐσονίς, -ίδος θηλυκό & ως επίθετο μονογενές μονοκατάληκτο

  1. (χώρα) η Αυσονία
    1. (ουσιαστικοποιημένο) συνώνυμο του Αὐσονία
    2. (ως επίθετο) συνώνυμο του Αὐσόνιος (εννοείται θηλυκό ουσιαστικό όπως γῆ)
  2. γυναικείο όνομα