Δείτε επίσης: Αὐσονία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αυσονία οι Αυσονίες
      γενική της Αυσονίας των Αυσονιών
    αιτιατική την Αυσονία τις Αυσονίες
     κλητική Αυσονία Αυσονίες
Στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αυσονία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Αὐσονία < λατινική Ausonia → δείτε  το εθνωνύμιο Αὔσονες

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /af.soˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αυ‐σο‐νί‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αυσονία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία