Αὐσόνιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Αὐσόνιος | ἡ | Αὐσονίᾱ ιωνικός Αὐσονίη |
τὸ | Αὐσόνιον |
γενική | τοῦ | Αὐσονίου | τῆς | Αὐσονίᾱς | τοῦ | Αὐσονίου |
δοτική | τῷ | Αὐσονίῳ | τῇ | Αὐσονίᾳ | τῷ | Αὐσονίῳ |
αιτιατική | τὸν | Αὐσόνιον | τὴν | Αὐσονίᾱν | τὸ | Αὐσόνιον |
κλητική ὦ! | Αὐσόνιε | Αὐσονίᾱ | Αὐσόνιον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | Αὐσόνιοι | αἱ | Αὐσόνιαι | τὰ | Αὐσόνιᾰ |
γενική | τῶν | Αὐσονίων | τῶν | Αὐσονίων | τῶν | Αὐσονίων |
δοτική | τοῖς | Αὐσονίοις | ταῖς | Αὐσονίαις | τοῖς | Αὐσονίοις |
αιτιατική | τοὺς | Αὐσονίους | τὰς | Αὐσονίᾱς | τὰ | Αὐσόνιᾰ |
κλητική ὦ! | Αὐσόνιοι | Αὐσόνιαι | Αὐσόνιᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Αὐσονίω | τὼ | Αὐσονίᾱ | τὼ | Αὐσονίω |
γεν-δοτ | τοῖν | Αὐσονίοιν | τοῖν | Αὐσονίαιν | τοῖν | Αὐσονίοιν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αὐσόνιος < θέμα Αὐσον- (όπως Αὔσονες) + -ιος
- Και ουσιαστικοποιημένο.
Επίθετο
επεξεργασίαΑὐσόνιος, -α, -ον (ελληνιστική κοινή)
- (πατριδωνυμικό) που κατάγεται από την Αὐσονία ή σχετίζεται μ' αυτήν, ιταλικός, ιταλός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΑὐσόνιος, -ου αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Αὐσόνιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Αὐσόνιος - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press