λαχανόπωλις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | λαχανόπωλις | αἱ | λαχανοπώλιδες | ||||
γενική | τῆς | λαχανοπώλιδος | τῶν | λαχανοπωλίδων | ||||
δοτική | τῇ | λαχανοπώλιδῐ | ταῖς | λαχανοπώλισῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | λαχανόπωλιν | τὰς | λαχανοπώλιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | λαχανόπωλι | λαχανοπώλιδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαχανοπώλιδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | λαχανοπωλίδοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαχανόπωλις < λαχανοπώλ(ης) + -ις. Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαία ελληνική λαχανό- + -πωλις.
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαχανόπωλις, -ιδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές επεξεργασία
- λαχανόπωλις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.