λαχανοπώλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαχανοπώλης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λαχανοπώλης. Μορφολογικά αναλύεται σε λαχανο- + -πώλης.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαχανοπώλης αρσενικό (θηλυκό λαχανοπώλισσα, καθαρεύουσα λαχανοπῶλις)
- (παρωχημένο, επάγγελμα) αυτός που πουλάει λαχανικά, μανάβης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λαχανοπώλης
→ δείτε τη λέξη μανάβης |
Πηγές
επεξεργασία- λαχανοπώλης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λαχανοπώλης | οἱ | λαχανοπῶλαι |
γενική | τοῦ | λαχανοπώλου | τῶν | λαχανοπωλῶν |
δοτική | τῷ | λαχανοπώλῃ | τοῖς | λαχανοπώλαις |
αιτιατική | τὸν | λαχανοπώλην | τοὺς | λαχανοπώλᾱς |
κλητική ὦ! | λαχανοπῶλᾰ | λαχανοπῶλαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαχανοπώλᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λαχανοπώλαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλαχανοπώλης αρσενικό (θηλυκό λαχανοπωλήτρια ή λαχανόπωλις)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λαχανοπώλης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λαχανοπώλης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.