Βιθυνηΐς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Βιθυνηΐς | αἱ | Βιθυνηΐδες | ||||
γενική | τῆς | Βιθυνηΐδος | τῶν | Βιθυνηΐδων | ||||
δοτική | τῇ | Βιθυνηΐδῐ | ταῖς | Βιθυνηΐσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | Βιθυνηΐδᾰ | τὰς | Βιθυνηΐδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | Βιθυνηΐς* | Βιθυνηΐδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βιθυνηΐδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Βιθυνηΐδοιν | ||||||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βιθυνηΐς < αρχαία ελληνική Βιθυνία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Βιθυνηΐς θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) (πατριδωνυμικό) γυναίκα καταγόμενη από τη Βιθυνία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Βιθυνία
Πηγές επεξεργασία
- Βιθυνηΐς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.