ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δρᾰκ-
ονομαστική δράξ αἱ δράκες
      γενική τῆς δρακός τῶν δρακῶν
      δοτική τῇ δρακῐ́ ταῖς δραξῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν δράκ τὰς δράκᾰς
     κλητική ! δράξ δράκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δράκε
γεν-δοτ τοῖν  δρακοῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δράξθηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. η παλάμη
  2. ποσότητα που χωράει σε μια παλάμη

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • και στην καθαρεύουσα, εκκλησιαστικά κείμενα
      Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου, ὁ δρακὶ τὴν πᾶσαν ἔχων κτίσιν