δράξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
δρᾰκ- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | δράξ | αἱ | δράκες | ||||
γενική | τῆς | δρακός | τῶν | δρακῶν | ||||
δοτική | τῇ | δρακῐ́ | ταῖς | δραξῐ́(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | δράκᾰ | τὰς | δράκᾰς | ||||
κλητική ὦ! | δράξ | δράκες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δράκε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | δρακοῖν | ||||||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δράξ < → λείπει η ετυμολογία
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: δράκα ⇘ νέα ελληνικά: δράκα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δράξθηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- η παλάμη
- ποσότητα που χωράει σε μια παλάμη
Δείτε επίσης
επεξεργασία- και στην καθαρεύουσα, εκκλησιαστικά κείμενα
- ⮡ Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου, ὁ δρακὶ τὴν πᾶσαν ἔχων κτίσιν
Πηγές
επεξεργασία
- δράξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.