κόπωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κόπωσῐς | αἱ | κοπώσεις | ||||
γενική | τῆς | κοπώσεως | τῶν | κοπώσεων | ||||
δοτική | τῇ | κοπώσει | ταῖς | κοπώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κόπωσῐν | τὰς | κοπώσεις | ||||
κλητική ὦ! | κόπωσῐ | κοπώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοπώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κοπωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κόπωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κοπόω + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κόπωσις
- (ελληνιστική κοινή) κόπωση, καταπόνηση
- ※ οὐκ ἔστιν περασμός, καὶ μελέτη πολλὴ κόπωσις σαρκός (⌘ Παλαιά Διαθήκη, Εκκλησιαστής, 12)
Πηγές
επεξεργασία
- κόπωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.