ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λεγεών αἱ λεγεῶνες
      γενική τῆς λεγεῶνος τῶν λεγεώνων
      δοτική τῇ λεγεῶν ταῖς λεγεῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λεγεῶν τὰς λεγεῶνᾰς
     κλητική ! λεγεών λεγεῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λεγεῶνε
γεν-δοτ τοῖν  λεγεώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεγεών < (άμεσο δάνειο) λατινική legio, γενική ōnis

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεγεών, -ῶνος θηλυκό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία