κυβίστησις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κυβίστησῐς | αἱ | κυβιστήσεις | ||||
γενική | τῆς | κυβιστήσεως | τῶν | κυβιστήσεων | ||||
δοτική | τῇ | κυβιστήσει | ταῖς | κυβιστήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κυβίστησῐν | τὰς | κυβιστήσεις | ||||
κλητική ὦ! | κυβίστησῐ | κυβιστήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυβιστήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κυβιστησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυβίστησις < κυβιστάω / κυβιστῶ, κυβιστη- + -σις < κύμβη (στη σημασία: κεφαλή) (και κύβη στο ⌘Μέγα Ετυμολογικόν)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυβίστησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές επεξεργασία
- κυβίστησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυβίστησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
ετυμολογία:
- «κύμβη2» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- «κυβίστηση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.