κόμμωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κόμμωσῐς | αἱ | κομμώσεις | ||||
γενική | τῆς | κομμώσεως | τῶν | κομμώσεων | ||||
δοτική | τῇ | κομμώσει | ταῖς | κομμώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κόμμωσῐν | τὰς | κομμώσεις | ||||
κλητική ὦ! | κόμμωσῐ | κομμώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κομμώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κομμωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κόμμωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κομμόω / κομμῶ + -σις (-ωσις)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόμμωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- και στην καθαρεύουσα κόμμωσις: η κόμμωση
Πηγές
επεξεργασία- κόμμωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.