ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόμμωσῐς αἱ κομμώσεις
      γενική τῆς κομμώσεως τῶν κομμώσεων
      δοτική τῇ κομμώσει ταῖς κομμώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κόμμωσῐν τὰς κομμώσεις
     κλητική ! κόμμωσῐ κομμώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κομμώσει
γεν-δοτ τοῖν  κομμωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κόμμωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κομμόω / κομμῶ + -σις (-ωσις)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόμμωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Δείτε επίσης

επεξεργασία