Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κλάδευσῐς αἱ κλαδεύσεις
      γενική τῆς κλαδεύσεως τῶν κλαδεύσεων
      δοτική τῇ κλαδεύσει ταῖς κλαδεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κλάδευσῐν τὰς κλαδεύσεις
     κλητική ! κλάδευσῐ κλαδεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλαδεύσει
γεν-δοτ τοῖν  κλαδευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλάδευσις < κλαδεύ(ω) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλάδευσις, -εως θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία