ἐτηρίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐτηρίς | αἱ | ἐτηρίδες | ||||
γενική | τῆς | ἐτηρίδος | τῶν | ἐτηρίδων | ||||
δοτική | τῇ | ἐτηρίδῐ | ταῖς | ἐτηρίσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐτηρίδᾰ | τὰς | ἐτηρίδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ἐτηρίς* | ἐτηρίδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐτηρίδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐτηρίδοιν | ||||||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐτηρίς < αρχαία ελληνική ἔτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐτηρίς θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) μια περίοδος ετών ή ένα σύνολο ετών
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐτηρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.