ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐτηρίς αἱ ἐτηρίδες
      γενική τῆς ἐτηρίδος τῶν ἐτηρίδων
      δοτική τῇ ἐτηρίδ ταῖς ἐτηρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐτηρίδ τὰς ἐτηρίδᾰς
     κλητική ! ἐτηρίς* ἐτηρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐτηρίδε
γεν-δοτ τοῖν  ἐτηρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐτηρίς < αρχαία ελληνική ἔτος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐτηρίς θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία