-ετηρίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | -ετηρίς | αἱ | -ετηρίδες |
γενική | τῆς | -ετηρίδος | τῶν | -ετηρίδων |
δοτική | τῇ | -ετηρίδῐ | ταῖς | -ετηρίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | -ετηρίδᾰ | τὰς | -ετηρίδᾰς |
κλητική ὦ! | -ετηρίς* | -ετηρίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -ετηρίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -ετηρίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθημα
επεξεργασία-ετηρίς θηλυκό
- δεύτερο συνθετικό που δηλώνει τη συμπλήρωση όσων χρόνων εκφράζει το πρώτο για γιορτές που γίνονταν σ' αυτό το περιοδικό διάστημα
- τριετηρίς (γιορή κάθε τρίτο χρόνο)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη έτος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ετηρίς στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -ετηρίς @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.