-ετηρίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -ετηρίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ετηρίς από την αιτιατική σε -ίδα [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.tiˈɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ε‐τη‐ρί‐δα
Επίθημα
επεξεργασία-ετηρίδα θηλυκό
- β’ συνθετικό που δηλώνει τη συμπλήρωση όσων χρόνων εκφράζει το α’ συνθετικό και τους σχετικούς επετειακούς εορτασμούς και εκδηλώσεις
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη έτος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ετηρίδα στο Βικιλεξικό
- Όροι που λήγουν σε ετηρίδα — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία -ετηρίδα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ετηρίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας