-ετία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -ετία | οι | -ετίες |
γενική | της | -ετίας | των | -ετιών |
αιτιατική | τη(ν) | -ετία | τις | -ετίες |
κλητική | -ετία | -ετίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ετία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ετία < -έτ(ης) + -ία[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ε‐τί‐α
Επίθημα
επεξεργασία-ετία θηλυκό
- επίθημα θηλυκών ουσιαστικών το οποίο, σε συνδυασμό με αριθμητικό, δηλώνει τη χρονική διάρκεια σε έτη που έχει περάσει ή κάποια επέτειο
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-ετία" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -ετία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)