τριετηρίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τριετηρίς | αἱ | τριετηρίδες |
γενική | τῆς | τριετηρίδος | τῶν | τριετηρίδων |
δοτική | τῇ | τριετηρίδῐ | ταῖς | τριετηρίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | τριετηρίδᾰ | τὰς | τριετηρίδᾰς |
κλητική ὦ! | τριετηρίς* | τριετηρίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τριετηρίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τριετηρίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τριετηρίς < τρι- + -ετηρίς < τριέτηρος. Σε επιθετική λειτουργία και ουσιαστικοποιημένο: εννοείται θηλυκό ουσιαστικό όπως περίοδος, ἑορτή.
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριετηρίς, -ίδος θηλυκό
- (σε επιθετική λειτουργία) τριετής, που γίνεται κάθε τρία έτη (εννοείται ἑορτή)
- (ουσιαστικοποιημένο) τριετηρίδα (εννοείται περίοδος)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τριετηρίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τριετηρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.