τριετηρίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριετηρίδα < αρχαία ελληνική τρῐετηρίς[1] < αρχαία ελληνική τρεῖς + ἔτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριετηρίδα θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τριετηρίδα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τριετηρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία- τριετηρίδα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)