↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριετία οι τριετίες
      γενική της τριετίας των τριετιών
    αιτιατική την τριετία τις τριετίες
     κλητική τριετία τριετίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριετία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τριετία.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε τρι- + -ετία (έτος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾi.eˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐ε‐τί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριετία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις τρία και έτος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τριετί αἱ τριετίαι
      γενική τῆς τριετίᾱς τῶν τριετιῶν
      δοτική τῇ τριετί ταῖς τριετίαις
    αιτιατική τὴν τριετίᾱν τὰς τριετίᾱς
     κλητική ! τριετί τριετίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τριετί
γεν-δοτ τοῖν  τριετίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριετία < (τρία) τρι- + -ετία (ἔτος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριετία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις τρεῖς, τρία και ἔτος