ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κληρωτίς αἱ κληρωτίδες
      γενική τῆς κληρωτίδος τῶν κληρωτίδων
      δοτική τῇ κληρωτίδ ταῖς κληρωτίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κληρωτίδ τὰς κληρωτίδᾰς
     κλητική ! κληρωτίς* κληρωτίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κληρωτίδε
γεν-δοτ τοῖν  κληρωτίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κληρωτίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κληρόω / κληρῶ + -τίς [1] < κλῆρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κληρωτίς, -ίδος θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. «κλήρος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.