ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταξίωσῐς αἱ καταξιώσεις
      γενική τῆς καταξιώσεως τῶν καταξιώσεων
      δοτική τῇ καταξιώσει ταῖς καταξιώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν καταξίωσῐν τὰς καταξιώσεις
     κλητική ! καταξίωσῐ καταξιώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταξιώσει
γεν-δοτ τοῖν  καταξιωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταξίωσις < καταξιόω / καταξιῶ + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε κατ- + ἀξίωσις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταξίωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία