καταξίωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καταξίωσῐς | αἱ | καταξιώσεις | ||||
γενική | τῆς | καταξιώσεως | τῶν | καταξιώσεων | ||||
δοτική | τῇ | καταξιώσει | ταῖς | καταξιώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | καταξίωσῐν | τὰς | καταξιώσεις | ||||
κλητική ὦ! | καταξίωσῐ | καταξιώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταξιώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καταξιωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαταξίωσις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) καλή φήμη, η καταξίωση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἄξιος
Πηγές
επεξεργασία- καταξίωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.