Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταξιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταξιώνω
  2. θα καταξιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταξιώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

καταξιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καταξίωση