Ετυμολογία

επεξεργασία
καταξιώνω < ελληνιστική κοινή καταξιόω / καταξιῶ

καταξιώνω (παθητική φωνή: καταξιώνομαι)

  • κρίνω κάποιον άξιο, αναγνωρίζω την αξία του
    ※  Ο Ιούλιος Βερν είναι ο συγγραφέας που επιβλήθηκε και καταξιώθηκε σε διεθνή κλίμακα σαν ο συγγραφέας της νεολαίας. (Έλλη Αλεξίου (1955) Ιούλιος Βερν [δοκίμιο])

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία