καταξιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταξιώνω < ελληνιστική κοινή καταξιόω / καταξιῶ
Ρήμα
επεξεργασίακαταξιώνω (παθητική φωνή: καταξιώνομαι)
- κρίνω κάποιον άξιο, αναγνωρίζω την αξία του
- ※ Ο Ιούλιος Βερν είναι ο συγγραφέας που επιβλήθηκε και καταξιώθηκε σε διεθνή κλίμακα σαν ο συγγραφέας της νεολαίας. (Έλλη Αλεξίου (1955) Ιούλιος Βερν [δοκίμιο])
Συγγενικά
επεξεργασία- αυτοκαταξιώνω
- αυτοκαταξίωση
- καταξιωμένος
- καταξίωση
- → δείτε τις λέξεις κατά και άξιος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταξιώνω | καταξίωνα | θα καταξιώνω | να καταξιώνω | καταξιώνοντας | |
β' ενικ. | καταξιώνεις | καταξίωνες | θα καταξιώνεις | να καταξιώνεις | καταξίωνε | |
γ' ενικ. | καταξιώνει | καταξίωνε | θα καταξιώνει | να καταξιώνει | ||
α' πληθ. | καταξιώνουμε | καταξιώναμε | θα καταξιώνουμε | να καταξιώνουμε | ||
β' πληθ. | καταξιώνετε | καταξιώνατε | θα καταξιώνετε | να καταξιώνετε | καταξιώνετε | |
γ' πληθ. | καταξιώνουν(ε) | καταξίωναν καταξιώναν(ε) |
θα καταξιώνουν(ε) | να καταξιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταξίωσα | θα καταξιώσω | να καταξιώσω | καταξιώσει | ||
β' ενικ. | καταξίωσες | θα καταξιώσεις | να καταξιώσεις | καταξίωσε | ||
γ' ενικ. | καταξίωσε | θα καταξιώσει | να καταξιώσει | |||
α' πληθ. | καταξιώσαμε | θα καταξιώσουμε | να καταξιώσουμε | |||
β' πληθ. | καταξιώσατε | θα καταξιώσετε | να καταξιώσετε | καταξιώστε | ||
γ' πληθ. | καταξίωσαν καταξιώσαν(ε) |
θα καταξιώσουν(ε) | να καταξιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταξιώσει | είχα καταξιώσει | θα έχω καταξιώσει | να έχω καταξιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταξιώσει | είχες καταξιώσει | θα έχεις καταξιώσει | να έχεις καταξιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταξιώσει | είχε καταξιώσει | θα έχει καταξιώσει | να έχει καταξιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταξιώσει | είχαμε καταξιώσει | θα έχουμε καταξιώσει | να έχουμε καταξιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταξιώσει | είχατε καταξιώσει | θα έχετε καταξιώσει | να έχετε καταξιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταξιώσει | είχαν καταξιώσει | θα έχουν καταξιώσει | να έχουν καταξιώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταξιώνω
|