Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταξιωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταξιωμέν
ος
η
καταξιωμέν
η
το
καταξιωμέν
ο
γενική
του
καταξιωμέν
ου
της
καταξιωμέν
ης
του
καταξιωμέν
ου
αιτιατική
τον
καταξιωμέν
ο
την
καταξιωμέν
η
το
καταξιωμέν
ο
κλητική
καταξιωμέν
ε
καταξιωμέν
η
καταξιωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταξιωμέν
οι
οι
καταξιωμέν
ες
τα
καταξιωμέν
α
γενική
των
καταξιωμέν
ων
των
καταξιωμέν
ων
των
καταξιωμέν
ων
αιτιατική
τους
καταξιωμέν
ους
τις
καταξιωμέν
ες
τα
καταξιωμέν
α
κλητική
καταξιωμέν
οι
καταξιωμέν
ες
καταξιωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καταξιωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καταξιώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταξιωμένος