καταξίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταξίωση | οι | καταξιώσεις |
γενική | της | καταξίωσης* | των | καταξιώσεων |
αιτιατική | την | καταξίωση | τις | καταξιώσεις |
κλητική | καταξίωση | καταξιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταξιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταξίωση < (ελληνιστική κοινή) καταξίωσις < αρχαία ελληνική καταξιόω / καταξιῶ < ἀξιόω / ἀξιῶ < ἄξιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταξίωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καταξιώνω, η παραδοχή της αξίας κάποιου
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καταξίωση