κρήμνισις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κρήμνισῐς | αἱ | κρημνίσεις | ||||
γενική | τῆς | κρημνίσεως | τῶν | κρημνίσεων | ||||
δοτική | τῇ | κρημνίσει | ταῖς | κρημνίσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κρήμνισῐν | τὰς | κρημνίσεις | ||||
κλητική ὦ! | κρήμνισῐ | κρημνίσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρημνίσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κρημνισέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρήμνισις < κρημνί(ζω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρήμνισις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κρημνός
Πηγές
επεξεργασία- κρήμνισις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.