ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κρήμνισῐς αἱ κρημνίσεις
      γενική τῆς κρημνίσεως τῶν κρημνίσεων
      δοτική τῇ κρημνίσει ταῖς κρημνίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κρήμνισῐν τὰς κρημνίσεις
     κλητική ! κρήμνισῐ κρημνίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρημνίσει
γεν-δοτ τοῖν  κρημνισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρήμνισις < κρημνί(ζω) + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρήμνισις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία